- νυός
- νυός, -οῡ, ἡ (Α)1. η σύζυγος τού γιου, η νύφη2. αδελφή τής συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος4. νέα γυναίκα, κόρη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu-oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα» ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το socrus «πεθερός». Στον ίδιο τ. επίσης ανάγονται και τ. σε -ᾱ, δηλωτικοί τού γυναικείου φύλου, πρβλ. αρχ. ινδ. snusā, αρχ. άνω γερμ. snur, αρχ. αγγλ. snoru, αρχ. σλαβ. snŭcha. Πιθανή είναι η σύνδεση τών τ. με την ετυμολ. οικογένεια τών λ. νεῦρον / νευρά. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. μπορούν να αναχθούν σε ρίζα *snuzu- και έχουν προέλθει με συγκοπή < *sūnusus < *sūnu- «γιος, γυναίκα τού γιου». Η άποψη, τέλος, που συνδέει τη λ. νυός με τη λ. νἱός και την οικογένεια τού ρ. νέω (II) «κλώθω» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.